ἄτηκτος — not melted masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άτηκτος — η, ο (AM ἄτηκτος, ον) [τήκω] αυτός που δεν έχει ή που δεν είναι δυνατόν να λειώσει αρχ. ανυπότακτος, σκληρός. ατημέλεια και ατημελησία, η (Μ ἀτημέλεια και μελησία) [ατημελής] παραμέληση, ολιγωρία, αφροντισιά νεοελλ. αδιαφορία για το ντύσιμο και… … Dictionary of Greek
ἄτηκτον — ἄτηκτος not melted masc/fem acc sg ἄτηκτος not melted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτήκτου — ἄτηκτος not melted masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτήκτων — ἄτηκτος not melted masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτήκτῳ — ἄτηκτος not melted masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄτηκτα — ἄτηκτος not melted neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄτηκτοι — ἄτηκτος not melted masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԱՆՀԱԼԱԿԱՆ — ( ) NBH 2 1044 Chronological Sequence: Unknown date Տ. ԱՆՀԱԼ. ἅτηκτος non liquescens, non liquefactus *Եւ այսպէս փոխաբերելով բազում անգամ յերկաքանչիւրս, անհալական առ ʼի յերկոցունցն գործէր. Պղատ. տիմ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)