ατηκτος

ατηκτος
    ἄτηκτος
    ἄ-τηκτος
    2
    1) не расплавленный
    

(ἄ. καὴ ἀμάλακτος Arst.)

    2) не растаявший
    

(χιών Plat.)

    3) нерастворимый
    

(ὑπό τινος Plat.)

    4) не поддающийся воздействию, неподатливый
    

(νόμοις, καθάπερ τὰ σπέρματα πυρί Plat.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ατηκτος" в других словарях:

  • ἄτηκτος — not melted masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άτηκτος — η, ο (AM ἄτηκτος, ον) [τήκω] αυτός που δεν έχει ή που δεν είναι δυνατόν να λειώσει αρχ. ανυπότακτος, σκληρός. ατημέλεια και ατημελησία, η (Μ ἀτημέλεια και μελησία) [ατημελής] παραμέληση, ολιγωρία, αφροντισιά νεοελλ. αδιαφορία για το ντύσιμο και… …   Dictionary of Greek

  • ἄτηκτον — ἄτηκτος not melted masc/fem acc sg ἄτηκτος not melted neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτήκτου — ἄτηκτος not melted masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτήκτων — ἄτηκτος not melted masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτήκτῳ — ἄτηκτος not melted masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄτηκτα — ἄτηκτος not melted neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄτηκτοι — ἄτηκτος not melted masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ԱՆՀԱԼԱԿԱՆ — ( ) NBH 2 1044 Chronological Sequence: Unknown date Տ. ԱՆՀԱԼ. ἅτηκτος non liquescens, non liquefactus *Եւ այսպէս փոխաբերելով բազում անգամ յերկաքանչիւրս, անհալական առ ʼի յերկոցունցն գործէր. Պղատ. տիմ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»